Τρεις ριζούλες δάφνη, κι επιτέλους ας ημερέψουμε οι θεολόγοι!

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Απέναντι στη γνωστή εδώ και μια επταετία ιδιότυπη θρησκευτική φαυλοκρατία της ομάδας κρούσης για διάσωση του «Ορθόδοξου χαρακτήρα» του μαθήματος των Θρησκευτικών (μτΘ), η οποία καθημερινά δεν χάνει την ευκαιρία να προκαλεί με τα αντιπαιδαγωγικά και αντιθεολογικά της φληναφήματα, αναρωτιέμαι τι μπορεί κανείς να αντιτάξει; Να μπει στη διαδικασία και να αντιπαραθέσει επιχειρήματα; Να προσπαθήσει ξανά και ξανά να πει  πως σκοπός ενός διαλόγου για το μτΘ δεν είναι να κατακρίνει και να καταδικάσει την όποια αντίθετη άποψη, αλλά με αγάπη να θυμίσει ότι η ανειλικρινής μας στάση έναντι του μαθήματος, δείχνει την κενότητα και τη μοναξιά μας. Αυτό με νηφαλιότητα και σοβαρότητα, από όσους στη διδακτική πράξη υποστηρίζουμε το ΝΠΣ πλειστάκις έχει γίνει. Μόνο που τα ώτα των μελών ετούτης της ομάδας κρούσης είναι ερμητικά κλειστά. Δεν επιθυμούν να ακούσουν. Ταμπουρωμένοι πίσω από την απομόνωση και τη μοναξιά τους, όχι μόνο δεν θέλουν να ακούσουν αλλά αρνούνται και τον διάλογο, γιατί αυτός καθώς λένε είναι προσχηματικός. Από την έκδοση των αποφάσεων ακύρωσης του ΝΠΣ από το ΣτΕ – καθ’ όλα σεβαστές – και εξής η τακτική τους έχει αλλάξει. Τώρα βρισκόμαστε προ των πυλών δικαστικών διώξεων θεολόγων που εφαρμόζουν το ΝΠΣ. Εκεί που για μια επταετία ήμασταν μάρτυρες της πιο σκληρής πολεμικής ενάντια στις αλλαγές που έχουν γίνει στο μτΘ, τη σκυτάλη τώρα παίρνουν γονείς και μαθητές, οι οποίοι υπό την καθοδήγηση των περιβόητων «Ορθοδοξοαμυντόρων», θα εκφοβίζουν με μηνύσεις και διώξεις θεολόγους και δασκάλους γιατί εφρμόζουν το ΝΠΣ. Δυστυχώς, στις πολλαπλές προκλήσεις του καιρού μας, έχει προστεθεί κι αυτή: έχει φυράνει ο τόπος μας από νηφάλιους ανθρώπους. «Περνάμε χρόνια αδιανόητου φανατισμού. Λίγοι άνθρωποι απομένουν ακόμα νηφάλιοι», κατά Ζήσιμο Λοραντζάτο. Κι όμως: «να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία», βλέπω να κουνάει το δάχτυλό του από μακριά ο Αλεξανδρινός ποιητής μας Κ. Π. Καβάφης. Στην προκειμένη περίπτωση θα ήθελα να θέσω ένα ερώτημα, προς όλους εκείνους, που σαν τους διάνους και τους ασπάλακες, προκαλούν σύγχυση και πανικό, όχι μόνο στη θεολογική εκπαιδευτική κοινότητα αλλά σε γονείς και μαθητές, θεωρώντας πως το ΝΠΣ είναι “αντιορθόδοξο”, “πολυθρησκειακό” και “συγκρητιστικό”. Μπορεί, άραγε, κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον, στο τρέχον σχολικό έτος, να τολμήσουν το εξής απλό: να καθίσουν σε ένα κοινό τραπέζι διαλόγου με όλους τους επίσημους φορείς, παιδαγωγικούς και θεολογικούς και μακριά από νοοτροπίες «θρησκευτικής κακογουστιάς», σοβαρά να συζητήσουν γιατί αυτός ο επαναπροσδιορισμός της ταυτότητας του μτΘ, επαναπροσδιορισμός που σχετίζεται με εν γένει προβλήματα Φιλοσοφίας της Παιδείας; Αν και η απάντηση θεωρώ πως είναι αρκετά δύσκολη, έχω τη γνώμη πως αν ευθύς εξ αρχής ληφθεί σοβαρά υπόψη το πρόταγμα της αγίας αγάπης, υπάρχει ελπίδα συνεννόησης στους θεολόγους. Ειδεμή στα δημόσια φόρουμ θα συνεχίσουν να συμβαίνουν πράματα και θάματα. Πολλοί θα είναι εκείνοι, ειδικοί και μη ειδικοί, που με αφορμή το ΝΠΣ του μτΘ, θα ικανοποιούν ανάγκες της προσωπικής τους ταυτοτικής επιβεβαίωσης, γεγονός που όλο και περισσότερο θα επαληθεύει την άποψη ότι η αντίδρασή τους είναι «καρπός άγνοιας, ημιμάθειας, παιδαγωγικής ανεπάρκειας, αδιακρισίας». Επιμένω στον όρο “ταυτοτικοί’, γιατί γι’ αυτούς ο μοναδικός αληθινός δρόμος είναι ο εμφύλιος πόλεμος. Είναι θλιβερό το γεγονός ότι στις επικοινωνιακές αρένες του αχανούς Διαδικτύου ο θεολογικός κόσμος είναι κατακερματισμένος σε θρησκευτικά υποσύνολα, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι τόσο ακραία που νηφάλιος νους αδυνατεί να συλλάβει, με κύριο χαρακτηριστικό τους την αδιαλλαξία. Προς παραμυθίαν, λοιπόν,  η παρακάτω ιστορία είναι άκρως διδακτική:
«Μια μέρα μετά το απόδειπνο ένας γέρος είχε βγει έξω από το μοναστήρι και καψάλιζε. Τον πλησιάζω, μου δείχνει τα υπολείμματα ενός κισσού.
- Τον ξεκώλωσα, μου λέει.
- Έχει βαθιές ρίζες, του λέω.
- Άααα, μου απαντά. Έσκαψα εβδομήντα πόντους βαθιά, δεν άφησα θέρμελο από δαύτον. Τώρα θα φυτέψω ένα δεντρολίβανο να ομορφίσει και να μυρίσει ο τόπος.
Έπειτα μιλήσαμε για αμπέλια, για ελιές, του ζήτησα να μου δώσει μια ριζούλα δάφνη.
- Τώρα είναι αργά, μου λέει. Έλα αύριο, θα πάω στην ποταμιά να σου βγάλω μια.
- Δεν πειράζει, του λέω, και αύριο αργά θα είναι γιατί θα φύγω πρωί – πρωί.
Μετά ρωτώντας με, πω και ξέρω απ’ αυτά, άρχισε να μου μιλάει για το πώς ήταν παλιά, όταν είχε πρωτοέρθει σαν εργάτης. Τα δάση της καρυδιάς, τα αμπέλια και το κρασί, οι ελιές… Τότε πήρα θάρρος και τον ρώτησα
- Καλά, πως και έγινες καλόγερος; Ήταν πολύ πιο κοντός από μένα και στεκόταν και χαμηλότερα. Σηκώνει τα μάτια και μειδιώντας γλυκά μού λέει:
- Λες να με γελάσανε;
Την άλλη μέρα πρωί – πρωί περίμενε στην πόρτα του μοναστηριού με τρεις ριζούλες δάφνη», (Θανάσης Σιδερέας, «Τρεις ριζούλες δάφνη», στο: Ερουρέμ, 2: 361).
            Τρεις ριζούλες δάφνη, κι επιτέλους ας ημερέψουμε οι θεολόγοι!

Σχόλια