ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΣΕ ΝΕΑ ΠΕΡΙΔΙΝΗΣΗ: Εισαγωγή και διδασκαλία ισότιμου μαθήματος για όσους απαλλάσσονται από τα Θρησκευτικά

 Γράφει ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΟΥ


Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) με πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειάς του (1478/2022) προέβη κατά πλειοψηφία στην ακύρωση κοινής υπουργικής απόφασης, με την οποία ρυθμίζεται η απαλλαγή των μαθητών / μαθητριών από το μάθημα των Θρησκευτικών, διότι πριν από την έκδοσή της δεν τηρήθηκε ως ουσιώδης τύπος η παροχή γνώμης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Πέραν, όμως, αυτού του τυπικού ελλείματος, η εν λόγω απόφαση του ΣτΕ κάνει ρητά λόγο και για την άμεση και ουσιαστική ανάγκη εισαγωγής νέου και ισότιμου μαθήματος για όσους απαλλάσσονται από το μάθημα των Θρησκευτικών (ΜτΘ).
Συγκεκριμένα, αναφέρει τα εξής: «…Καταρχάς απορρίφθηκε ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο οι αιτούντες προέβαλαν παραβίαση του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 2 του Π.Π.Π. της ΕΣΔΑ, ερμηνευομένου υπό το φως του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, διότι δεν εκπληρώνεται, κατά τους ισχυρισμούς τους, η υποχρέωση της πολιτείας να παρέχει στους μαθητές και μαθήτριες που απαλλάσσονται από το μάθημα των θρησκευτικών τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος συναφούς περιεχομένου με το μάθημα των θρησκευτικών. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η Πολιτεία λαμβάνοντας υπόψη τις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις και τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύτηκαν με τις 1749-1750/2019 αποφάσεις της μείζονος Ολομελείας αυτού, εξέτασε ενδελεχώς το ζήτημα της θεσπίσεως ισότιμου μαθήματος συναφούς περιεχομένου για τους μαθητές που απαλλάσσονται από το υποχρεωτικό μάθημα των θρησκευτικών και κατέληξε, λόγω των δυσχερειών, όπως αυτές παρατέθηκαν, στο μνημονευόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση 37/23.07.2020 πρακτικό του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, με το οποίο εγκρίθηκε η εισήγηση της Επιστημονικής Επιτροπής για την άμεση ρύθμιση του θέματος, σε μία μεταβατική ρύθμιση που αποτυπώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και θα ισχύει μέχρι την ολοκλήρωση της μελέτης για την οριστική ρύθμιση του ζητήματος. Ενόψει αυτών, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία ο Διευθυντής ή η Διευθύντρια της σχολικής μονάδας σε συνεργασία με τον Σύλλογο των Διδασκόντων αποφασίζουν κατά περίπτωση για τον τρόπο που απασχολούνται υποχρεωτικά οι απαλλασσόμενοι/ες μαθητές/τριες (ενδεικτικά διαφορετικό διδακτικό αντικείμενο σε άλλο τμήμα της ίδιας τάξης ή ερευνητική δημιουργική δραστηριότητα), είναι συνταγματικώς ανεκτή, ως μεταβατική, μέχρι την οριστική ρύθμιση του θέματος εντός ευλόγου χρόνου. Ως εύλογος δε χρόνος κρίνεται το τέλος του σχολικού έτους 2022-2023, δοθέντος ότι, πέραν των δυσχερειών που ήδη εκτέθηκαν, η Πολιτεία καλείται για πρώτη φορά να ρυθμίσει το ζήτημα αυτό, δηλαδή να θεσπίσει ένα ισότιμο μάθημα συναφούς περιεχομένου για τους μαθητές που απαλλάσσονται από το υποχρεωτικό μάθημα των θρησκευτικών, σύμφωνα με την ερμηνεία των συνταγματικών και υπερνομοθετικών διατάξεων της ΕΣΔΑ που δόθηκε με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου…». (Ολόκληρη η Απόφαση εδώ):

Ι. Προς μια σταδιακή εισαγωγή πολλαπλών «ομολογιακών» και «κατηχητικών» μαθημάτων;

Για το ενδεχόμενο αυτό, δηλαδή, της εισαγωγής νέου ισότιμου ουδετερόθρησκου μαθήματος φιλοσοφικής ηθικής ή και πολλών τύπων «ομολογιακού μαθήματος» Θρησκευτικών, ανάλογα με το χριστιανικό δόγμα ή τη διαφορετική θρησκεία των μαθητών, για τους απαλλασσόμενους μαθητές από τα νέα και ακραιφνώς ομολογιακά Θρησκευτικά, είχαμε προειδοποιήσει αμέσως μετά την έκδοση των αποφάσεων 1749-1752/2019 για τα ΦΕΚ του 2017 σε ένα ευρύτερο και διεξοδικό σχολιασμό μας στις αποφάσεις εκείνες του ΣτΕ με τις οποίες κρίθηκαν μη νόμιμα και αντισυνταγματικά τα Νέα Προγράμματα Σπουδών*Άλλωστε, τα Νέα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά έγιναν για να υπάρξει ένα μάθημα Θρησκευτικών, το οποίο απευθύνεται σε όλους τους μαθητές / μαθήτριες του ελληνικού σχολείου, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική ή μη δέσμευσή τους, και όχι πολλαπλά ομολογιακά μαθήματα, τα οποία θα διαχωρίζουν τους μαθητές και, ενδεχομένως, θα αντιμάχονται μεταξύ τους. Πράγματι, τα Νέα Προγράμματα Σπουδών προχώρησαν στην ουσιαστική επιστημονική και εκπαιδευτική αναβάθμιση του μαθήματος, διαμορφώνοντας έναν ελκυστικό μαθησιακό χώρο και προσφέροντας πολλαπλά διδακτικά υλικά και εργαλεία για την ανάδειξη του πνευματικού πλούτου και της μορφωτικής δυναμικής που περιέχει το μάθημα των Θρησκευτικών, με επίκεντρο την Ορθόδοξη Παράδοση σε διάλογο με τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις και με ορισμένα κύρια θρησκεύματα, καθώς και με τον σύγχρονο και ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο μας. Τα Νέα Προγράμματα Σπουδών, δίχως να έχουν κατηχητικό ή προσηλυτιστικό χαρακτήρα, αποσκοπούσαν στη μελέτη, κριτική διερεύνηση, ερμηνεία και κατανόηση της Ορθόδοξης Χριστιανικής Παράδοσης, των άλλων χριστιανικών παραδόσεων αλλά και του θρησκευτικού φαινομένου γενικότερα. Στο πλαίσιο αυτό καλούνταν οι μαθητές: να κατανοήσουν τα προσωπικά βιώματά τους, τα οποία αφορούν στη δική τους θρησκευτική παράδοση ή σε αναζητήσεις, οι οποίες είναι θεμιτές στο πλαίσιο της ηλικίας τους, να αναπτύξουν την προσωπική ταυτότητά τους, καλλιεργώντας τη θρησκευτική συνείδησή τους και αποκτώντας μορφωτικά εφόδια και δεξιότητες που θα τους βοηθήσουν να ζήσουν αρμονικά με άλλους ανθρώπους, σε μια εποχή όπου δεν εξέλιπαν οι θρησκευτικοί φανατισμοί και οι προκαταλήψεις, ενώ η αλληλογνωριμία, η αλληλοκατανόηση και η ειρηνική συνύπαρξη είναι πλέον επιτακτική ανάγκη.
Πράγματι, το ΣτΕ με τις Αποφάσεις 1749-1752/2019 για τα Νέα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου (ΦΕΚ του 2017), αποφάνθηκε ότι «οι ετερόδοξοι, αλλόθρησκοι ή άθεοι μαθητές έχουν δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα με την υποβολή σχετικής δήλωσης, η οποία θα μπορούσε να γίνει με μόνη την επίκληση λόγων θρησκευτικής συνείδησης, η δε Πολιτεία οφείλει, εφόσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών που απαλλάσσονται, να προβλέψει τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος ‘ελεύθερης ώρας’».

2. Οι συνέπειες της απόφασης του ΣτΕ για το ελληνικό σχολείο

Εμμέσως πλην σαφώς, το ΣτΕ με τη θέση του αυτή αναγνωρίζει ότι η αναφορά του Συντάγματος για την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης δεν αφορά αποκλειστικά και μόνον την Ορθοδοξία, όπως στην πράξη γινόταν σταθερά στο ελληνικό σχολείο, με εξαίρεση ορισμένες περιοχές όπου υπήρχαν κυρίως Ρωμαιοκαθολικοί μαθητές (Κυκλάδες, Κέρκυρα), αλλά αφορά και άλλες ιστορικές παρουσίες και κοινότητες ετεροδόξων και ετεροθρήσκων στην Ελλάδα[1]Στενεύοντας απόλυτα τον ομολογιακό χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών, το ΣτΕ για πρώτη φορά προτείνει ισότιμο, δηλαδή, ομολογιακό (ρωμαιοκαθολικό, προτεσταντικό), ετερόθρησκο (ισλαμικό κ.λπ.) ή ουδετερόθρησκο (π.χ. φιλοσοφικής ηθικής) μάθημα «εφόσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών που απαλλάσσονται». Μάλιστα, η απόφαση του ΣτΕ κάνει λόγο ή προτείνει ρητά τη δημιουργία ενός νέου ξεχωριστού μαθήματος (φιλοσοφικής) ηθικής. Είναι σαφές ότι στην περίπτωση αυτή δημιουργούνται νέα και πρωτόγνωρα δεδομένα στο ελληνικό σχολείο, την επίδραση και τις συνέπειες των οποίων οφείλουμε να αναλογιστούμε για το άμεσο μέλλον της δημόσιας εκπαίδευσης. Αφενός, λοιπόν, επιβάλλεται ένα αποκλειστικό και στενά κατηχητικό μάθημα για την Ορθόδοξη πίστη, και από την άλλη, παρέχονται οι δυνατότητες εμφάνισης ενός άλλου ή άλλων παράλληλων μαθημάτων, τα οποία θα συγκεντρώνουν όλους όσοι δεν επιθυμούν μία στενή ορθόδοξη ομολογιακή διδασκαλία. Είναι σαφές ότι στην περίπτωση αυτή η απόφαση του ΣτΕ ανοίγει τον δρόμο για να δημιουργηθεί όχι μόνο ό,τι ακριβώς νομίζει ότι αποκλείει και καταπολεμά, δηλαδή ένα μάθημα Θρησκευτικών με επίκεντρο την Ορθόδοξη Παράδοση της Εκκλησίας, ωστόσο, περιεκτικό, διαλογικό και πλουραλιστικό για τη θρησκευτική ετερότητα, αλλά διευκολύνει πλέον τη σταδιακή εισαγωγή πολλών άλλων «ομολογιακών» και «κατηχητικών» μαθημάτων (ρωμαιοκαθολικό, προτεσταντικό, ισλαμικό κ.λπ.) και κυρίως την εισαγωγή ενός απόλυτα ουδετερόθρησκου και εκκοσμικευμένου μαθήματος. Το εν λόγω ουδετερόθρησκο και εκκοσμικευμένο μάθημα, π.χ., φιλοσοφικής ηθικής, προφανώς θα ανταγωνίζεται το μοναδικό κλειστό και κατηχητικό ορθόδοξο μάθημα (ή τα πολλαπλά ομολογιακά μαθήματα) με απρόβλεπτες συνέπειες για το δημόσιο σχολείο.
Είναι βέβαιο ότι μαθήματα Θρησκευτικών που περιορίζονται στενά στην ανάδειξη και κατίσχυση της δικής τους μοναδικής αλήθειας έναντι των άλλων συναφών μαθημάτων μπορούν να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες στο σχολικό περιβάλλον. Αν αυτό μάλιστα συνδυαστεί με το φαινόμενο ενός τάχιστα αναπτυσσόμενου θρησκευτικού, ομολογιακού και πολιτισμικού αναθεωρητισμού, τότε χρειάζεται να σκεφθούμε με μεγάλη προσοχή τις ενδεχόμενες επιπτώσεις τέτοιων δεδομένων στο ελληνικό σχολείο. Σε κάθε περίπτωση, ούτε αυτό ακόμη το προτεινόμενο από το ΣτΕ ως «ισότιμο» ουδετερόθρησκο ηθικοφιλοσοφικό μάθημα δεν μπορεί να είναι υποχρεωτικό για καμία κατηγορία μαθητών, εφόσον κανείς δεν είναι πλέον υποχρεωμένος να δηλώσει τι είναι και τι δεν είναι ή ενδέχεται και να διαφωνεί ιδεολογικά ή θρησκευτικά για το περιεχόμενο ή την υποχρεωτική παρακολούθησή του. Ακόμη το νέο αυτό εναλλακτικό μάθημα πιθανόν να θεωρηθεί ότι ασκεί εκ του αντιθέτου αντι-θρησκευτική ρητορεία ή ότι προσβάλει συλλήβδην τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των άλλων μαθητών. Είναι τέλος πιθανόν να υπάρξουν και μαθητές που θα απαιτήσουν την απαλλαγή τους για ιδεολογικούς και άλλους λόγους και από το εν λόγω μάθημα.
Οπωσδήποτε, οι αποφάσεις του ΣτΕ του 2019 οι οποίες έκριναν ως μη νόμιμα και συνταγματικά τα Νέα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά, επιχειρώντας να ενσωματώσουν τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ και το άρθρο 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, χρειάζεται να συνεκτιμηθούν σε συνδυασμό με τις πρόσφατες αποφάσεις της Ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στα σχολικά έγγραφα, οι οποίες έγιναν άμεσα δεκτές από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, το οποίο προχώρησε ακαριαία στις σχετικές υπουργικές αποφάσεις για την απάλειψη της αναγραφής του θρησκεύματος σε όλους τους τίτλους σπουδών. Μάλιστα, η εν λόγω Ανεξάρτητη Αρχή στις 12.2.2020 ζήτησε από το Υπουργείο Παιδείας με επιστολή της να προβεί στην κατάργηση του πεδίου «Θρήσκευμα» και από το ενιαίο πληροφοριακό σύστημα μηχανογραφικής υποστήριξης των σχολικών μονάδων και των διοικητικών δομών της εκπαίδευσης «myschool». Μετά από αυτές τις εξελίξεις, η επίκληση λόγων θρησκευτικής συνείδησης[2] σε συνδυασμό με τη σχετική απόφαση της Ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και με την άμεση υπουργική απόφαση για την απάλειψη της αναγραφής του θρησκεύματος από τους τίτλους σπουδών, σύντομα και από την ηλεκτρονική πλατφόρμα του «myschool», πρακτικά μπορεί να οδηγήσει κάθε μαθητή όχι στην επίκληση «λόγων θρησκευτικής συνείδησης» αλλά στην απλή επίκληση λόγων συνείδησης (όπως ακριβώς στην περίπτωση των εγκυκλίων απαλλαγής στα Θρησκευτικά επί υπουργίας Ευρ. Στυλιανίδη το 2008). Κατά συνέπεια, το μέχρι πρότινος ΜτΘ καθίσταται de facto προαιρετικό για όλους, άρα και για τους Ορθόδοξους μαθητές. Άλλωστε, πώς και από που θα τεκμαίρεται ότι κάποιος είναι ή δεν είναι Ορθόδοξος; Και βάσει ποιας κανονιστικής διάταξης θα υποχρεώνεται κάποιος να αποκαλύπτει το θρήσκευμά του και να παρακολουθεί το ορθόδοξο ή το καθολικό ή το προτεσταντικό ή το ισλαμικό ή το εβραϊκό ή το θρησκειολογικό ή το ουδετερόθρησκο ηθικοφιλοσοφικό (ισότιμο) μάθημα, παρά μόνο κατά την ατομική βούληση και επιθυμία του; Άραγε, οι εν λόγω αποφάσεις του ΣτΕ προστατεύουν όντως έστω ένα μονοομολογιακό και κατηχητικό μάθημα ή το εκθέτουν πλέον άμεσα σε μια σειρά απρόβλεπτων κινδύνων και νέων αντεγκλήσεων και μιας ατέρμονης περιδίνησης, θέτοντάς το σε πρωτόγνωρες συνθήκες οι οποίες όχι απλώς το αποδυναμώνουν με την προϊούσα εμπέδωση της προαιρετικότητάς του στο σχολικό ωρολόγιο πρόγραμμα, αλλά και το υποσκάπτουν μορφωτικά, στενεύοντας ή ακρωτηριάζοντας τον θεολογικό, διεπιστημονικό και παιδαγωγικό του ορίζοντα σε απλή κατήχηση για μικρό αριθμό μαθητών και οδηγώντας το σε σταδιακό μαρασμό, αφού δεν θα μπορεί να διαλέγεται, να σχετίζεται και να παρακολουθεί γόνιμα και δημιουργικά τον παλμό και τις εξελίξεις που διέπουν τις μαθησιακές διαδικασίες και τα σύγχρονα προγράμματα σπουδών, καθώς και τον διεπιστημονικό και διαθεματικό διάλογο των διαφόρων γνωστικών πεδίων (άλλα μαθήματα) και δράσεων (άλλα διευρυμένα προγράμματα της εν γένει σχολικής, επιστημονικής και κοινωνικής ζωής) της όλης εκπαιδευτικής διαδικασίας.

3. Ο κίνδυνος της «θρησκευτικής ομοσπονδοποίησης»

Μολονότι ο βασικός νόμος 1566/1985 της εκπαίδευσης προέβλεπε, πέρα από το ορθόδοξο μάθημα, τη διδασκαλία και άλλων ετερόδοξων και ετερόθρησκων μαθημάτων στα Θρησκευτικά από ετερόδοξους και ετερόθρησκους διδάσκοντες με έστω οριακά ή ανεκτά ακαδημαϊκά προσόντα, αυτό ουδέποτε εφαρμόστηκε στην πράξη πέρα από τις Κυκλάδες και την Κέρκυρα. Μάλιστα, το Υπουργείο Παιδείας ουδέποτε επόπτευσε την εκπόνηση ή εισαγωγή αντίστοιχων προγραμμάτων σπουδών ή διδακτικών βιβλίων. Το 2003 ως νέος σύμβουλος στο τότε Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, θυμάμαι χαρακτηριστικά το αίτημα της Συνόδου των εν Ελλάδι Καθολικών για έγκριση μιας σειράς κατηχητικών τευχών που είχαν μεταφραστεί αδόκιμα από τα ιταλικά και είχαν εκδοθεί επίσης πρόχειρα, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στη διδασκαλία του μαθήματος για τους Καθολικούς μαθητές στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο στις Κυκλάδες. Η λεπτομέρεια αυτή δείχνει τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον με τη δημιουργία και συνύπαρξη πολλών και παράλληλων μαθημάτων. Όπως ήδη συμβαίνει σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες με πολυομολογιακό μάθημα Θρησκευτικών (π.χ. Γερμανία), το κράτος είναι πιθανό να εκχωρήσει την εκπόνηση των προγραμμάτων σπουδών και των διδακτικών υλικών και βιβλίων απευθείας στις αντίστοιχες εκκλησιαστικές ή θρησκευτικές κοινότητες. Σταδιακά το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και με την επιλογή των διδασκόντων στα εν λόγω μαθήματα. Η ενδεχόμενη ύπαρξη παράλληλων κλειστών μαθημάτων για πολλά και διαφορετικά δόγματα ή θρησκεύματα είναι δυνατόν να διαμορφώσει καταστάσεις ομοσπονδοποίησης του ΜτΘ στα σχολεία, όπου διάφορα μαθήματα Θρησκευτικών είναι δυνατόν στο μέλλον να αναπτύσσονται μονοδιάστατα και να ανταγωνίζονται άκαμπτα το ένα το άλλο, προκαλώντας εντάσεις μισαλλοδοξίας και εστίες θρησκευτικού φονταμενταλισμού και ομολογιακού αναθεωρητισμού στο ελληνικό δημόσιο σχολείο. Από το διακριτό μάθημα για κάθε χριστιανική ομολογία και θρησκεία, υπάρχει ο κίνδυνος να εμφανισθεί στο άμεσο μέλλον ένα πρωτόγνωρο για την Ελλάδα φαινόμενο, αυτό της θρησκευτικής ομοσπονδοποίησης του σχολείου. Η δε θρησκευτική ομοσπονδοποίηση του σχολείου μπορεί να οδηγήσει μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα στην πλήρη παράδοση της ευθύνης του ΜτΘ από την Πολιτεία στις επιμέρους θρησκευτικές κοινότητες. Ωστόσο, το ζητούμενο δεν πρέπει και δεν μπορεί να είναι η κοινοτιστική, εθνοτική και θρησκευτική πολυδιάσπαση του δημόσιου σχολείου (που εγκυμονεί πολιτικούς, κοινωνικούς, θρησκευτικούς, ιδεολογικούς και εθνικούς κινδύνους[3]), αλλά η καλλιέργεια πνεύματος συνύπαρξης, συνεργασίας, αλληλοκατανόησης, ειρήνης και καταλλαγής. Η προοπτική ομοσπονδοποίησης και εισαγωγής πολλών ομολογιακών ή πολλών τύπων του ΜτΘ ανοίγει περαιτέρω τη διαδικασία της προαιρετικότητας και της σταδιακής εξόδου των Θρησκευτικών από το μορφωτικό και γνωσιακό πλαίσιο του δημόσιου σχολείου, όπως εν πολλοίς συμβαίνει στη Γερμανία, όπου το πολλαπλό ομολογιακό μάθημα διδάσκεται προαιρετικά το απόγευμα, από επισκέπτες διδάσκοντες που δεν είναι μέλη του Συλλόγου των Διδασκόντων του σχολείου. Όπως στην απογευματινή ζώνη ελευθέρων δραστηριοτήτων κάθε σχολείου αναπτύσσονται ποικίλα εθελοντικά και πολιτιστικά προγράμματα, παρόμοια εκεί θα μπορούσε να αναπτύσσονται διάφορα μαθήματα πολλαπλής θρησκευτικής εκπαίδευσης, δίχως να παρακωλύεται η ζώνη των κύριων και βασικών μαθημάτων του δημόσιου σχολείου.
Όσοι προσέφυγαν στο ΣτΕ και προκάλεσαν την ακύρωση των Νέων Προγραμμάτων Σπουδών στα Θρησκευτικά δεν περίμεναν ασφαλώς ότι οι εν λόγω αποφάσεις του ΣτΕ θα δικαίωναν παράλληλα και την Ένωση Αθέων, η οποία εδώ και χρόνια ζητά με επιμονή από την Πολιτεία τη δημιουργία ενός ισότιμου εναλλακτικού μαθήματος ηθικοφιλοσοφικού περιεχομένου. Μάλιστα, καθώς προσδιορίζουν οι νομικοί εκπρόσωποι της Ένωσης Αθέων, το εν λόγω μάθημα οφείλει να έχει τις εξής γενικές κατευθυντήριες γραμμές και νομικές προϋποθέσεις τις οποίες οφείλει να λάβει υπόψη του το Υπουργείο για την εισαγωγή του μαθήματος ήδη από το μεθεπόμενο σχολικό έτος 2023-2024: «Συμμόρφωση της Πολιτείας προς την συνταγματική της υποχρέωση για θεσμοθέτηση ενός ισότιμου μαθήματος συναφούς αντίληψης, σημαίνει ότι έπρεπε ήδη να έχει εισαχθεί ένα μάθημα, με την ίδια ακριβώς θεσμική διαδικασία, όπως το μάθημα των θρησκευτικών. Αυτό σημαίνει ότι το ισότιμο μάθημα πρέπει να εισαχθεί στο σχολικό πρόγραμμα με κανονιστική πράξη, κατ’ αντιστοιχία προς τα θρησκευτικά που έχουν εισαχθεί ως υποχρεωτικό μάθημα στο Δημοτικό και Γυμνάσιο δυνάμει Υπουργικής Απόφασης (αρ. 31585/Δ2/2020 ΦΕΚ 698/Β/4-3-2020), καθώς και στο Λύκειο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5§11 του ν. 1566/1985. Επομένως, “ισότιμο” προς το μάθημα των θρησκευτικών θα είναι το μάθημα που το πρόγραμμα σπουδών του θα εισαχθεί με Υπουργική Απόφαση και που θα αφορά σε ακριβώς ίσο αριθμό διδακτικών ωρών με αυτές που ισχύουν για το μάθημα των θρησκευτικών. Οι διάφορες “ερευνητικές απασχολήσεις με θέμα την θρησκεία” δεν εισάγουν ισότιμο μάθημα συναφούς αντίληψης. “Συναφές περιεχόμενο” δεν σημαίνει φυσικά κάποιο μάθημα “θρησκειολογίας” ή θεολογίας, αφού και σε αυτή την περίπτωση θα πρόκειται για θρησκευτικά, από τα οποία θα επιτρέπεται το δικαίωμα απαλλαγής και θα δημιουργηθεί πρόβλημα κυκλικότητας (φαύλος κύκλος). Μάθημα “συναφούς περιεχομένου”, σημαίνει, όπως ενδεικτικά αναφέρει η απόφαση 1749/2019 ΟλΣτΕ ένα μάθημα “π.χ. ηθικής”. Δηλαδή, ένα μάθημα παρουσίασης της ηθικής φιλοσοφίας, με την διδασκαλία των συστημάτων σκέψης των σημαντικότερων φιλοσόφων, όχι βέβαια μόνο των αρχαίων και μόνο των Ελλήνων, αλλά και των νεώτερων και ξένων φιλοσόφων, όπως είναι οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού, καθώς και οι φιλόσοφοι του 20ου και του 21ου αιώνα. Ένα τέτοιο μάθημα, ισότιμο και συναφούς αντίληψης, δεν είναι ένα φιλολογικό μάθημα, όπως τα κείμενα αρχαίας ή νεοελληνικής λογοτεχνίας, που ήδη διδάσκονται στο σχολικό πρόγραμμα, αλλά ένα μάθημα παρουσίασης όλου του φάσματος των φιλοσοφικών θεωρήσεων, των κοσμοθεωριών καθώς και των οικουμενικά γνωστών στοχαστών, πέραν εκείνων που εντάσσονται οργανικά σε θρησκευτικά δόγματα και θεολογικές σχολές»[4].

4. Το νέο ισότιμο μάθημα ως παράγοντας υπονόμευσης του υπάρχοντος ΜτΘ

Τα ανωτέρω δείχνουν ότι το νέο ισότιμο μάθημα σαφώς δεν θα έχει κανένα θρησκευτικό ή θρησκειολογικό χαρακτήρα, δεν θα συντάσσεται ούτε και θα διδάσκεται από θεολόγους, αλλά από άλλες ειδικότητες και σταθερά θα υπονομεύει το υπάρχον ΜτΘ. Θυμάμαι με πόση ελαφρότητα οι κύκλοι που υποστήριζαν το ακραιφνώς ορθόδοξο ομολογιακό μάθημα, υποδείκνυαν τα Νέα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά ως κατάλληλο ισότιμο εναλλακτικό μάθημα. Κυρίως, όμως, θεωρούσαν ότι κάτι τέτοιο δεν είναι πρακτικά εφικτό στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, οπότε μια επιστροφή στην αποκλειστικότητα του ακραιφνώς ομολογιακού και κατηχητικού ΜτΘ θα αποτελούσε συντριπτική ιδεολογική νίκη και κατίσχυση των θέσεών τους για ένα αμιγώς ορθόδοξο κλειστό μάθημα. Αλλά και μετά την πρόσφατη ακύρωση της εγκυκλίου του Υπουργείου για τις απαλλαγές στα Θρησκευτικά, οι ίδιοι κύκλοι επιχαίρουν για την απόφαση αυτή και υπεραμύνονται του δικαιώματος για ομολογιακή και θρησκευτική κατήχηση των ετεροδόξων και ετεροθρήσκων μαθητών με την ύπαρξη παράλληλων πολυομολογιακών μαθημάτων. Δίχως καθόλου να θέλουμε να αμφισβητήσουμε τον σεβασμό των υποστηρικτών του αμιγώς ορθόδοξου ΜτΘ στα θρησκευτικά δικαιώματα αυτών των μαθητών, φοβούμαστε ότι οι κύκλοι αυτοί δεν αντιλαμβάνονται το επισφαλές ενός τέτοιου εγχειρήματος και των συνεπαγομένων κινδύνων στο ελληνικό δημόσιο σχολείο. Λίγα χρόνια πριν δεν ήταν δυνατό να διαμορφωθεί άμεσα και πρακτικά για όλους και όλες ιδιαίτερο μάθημα Θρησκευτικών (άλλο για τους Καθολικούς, άλλο για τους Προτεστάντες, άλλο για το Ισλάμ ή και για άλλα θρησκεύματα) και, συνεπώς, πολλοί μαθητές και μαθήτριες αποκλείονταν εκ των πραγμάτων από τη σχολική θρησκευτική εκπαίδευση στο δημόσιο σχολείο. Στο άμεσο μέλλον, όμως, η απόφαση του ΣτΕ ανοίγει τον δρόμο όχι απλώς σε ένα μάθημα ηθικής φιλοσοφίας ή θρησκειολογίας, αλλά νομιμοποιεί και διευρύνει τη διεκδίκηση ισότιμου μαθήματος για κάθε θρησκευτική μειονότητα. Πιθανώς το μόνο μάθημα Θρησκευτικών που θα μπορεί να συγκεντρώνει ικανό αριθμό ετερόθρησκων μαθητών σε ορισμένα σχολεία θα είναι ένα μάθημα για το Ισλάμ. Είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε μία τέτοια εξέλιξη ή ετοιμαζόμαστε να την αντιμετωπίσουμε υποστηρίζοντας νομικά ένα αμιγώς ορθόδοξο κλειστό και μονοφωνικό μάθημα; Ενδεχομένως, μπορεί να θεωρείται βέβαιο από εκείνους που προσέφυγαν στο ΣτΕ κατά των Νέων Προγραμμάτων Σπουδών στα Θρησκευτικά ότι διασφαλίζοντας νομικά ένα απόλυτα κλειστό και ομολογιακό μάθημα, το ενδεχόμενο εισαγωγής άλλων τύπων μαθήματος Θρησκευτικών να μην μπορεί να τελεσφορήσει στην πράξη, ώστε εν τέλει το ορθόδοξο μάθημα να βγει κερδισμένο και ενδυναμωμένο ως προς την αποκλειστική παρουσία και οριστική κατίσχυσή του στο ελληνικό δημόσιο σχολείο. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συνάγεται ούτε από τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα ούτε από αυτές καθαυτές τις αποφάσεις του ΣτΕ.
Σε όλα τα παραπάνω, χρειάζεται να προσθέσουμε ακόμη μία ρεαλιστική παράμετρο: Επί του παρόντος, υπάρχει απόλυτη αδυναμία στο ελληνικό σχολείο να διαχειριστεί τα νέα δεδομένα, αφού οι μαθητές που θα απαλλάσσονται από το ακραιφνώς ορθόδοξο μάθημα πιθανόν να μην καλύπτονται από το ισότιμο ουδετερόθρησκο ηθικοκοφιλοσοφικό μάθημα, αναμένοντας είτε το δικό τους ομολογιακό ή οικείο θρησκευτικό μάθημα είτε μη συμπληρώνοντας τον απαραίτητο αριθμό θα πρέπει να επιλέγουν ένα από τα δύο υπάρχοντα μαθήματα, το ομολογιακό ή το ισότιμο εναλλακτικό. Μοιραία, οι νέες αυτές συνθήκες θα οδηγήσουν με μαθηματική ακρίβεια στη σταδιακή έξοδο του ΜτΘ από το ωρολόγιο πρόγραμμα και στη μετατροπή του σε οιονεί επιλεγόμενο μάθημα ή σχεδόν εξωσχολική δραστηριότητα με ότι αυτό συνεπάγεται.
Στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, η θρησκευτική εκπαίδευση στη χώρα μας βρίσκεται μπροστά σε μια κρίσιμη καμπή: υπερβαίνοντας την όποια στενή κατηχητική ή μονοφωνική φυσιογνωμία του, είναι ανάγκη να ισχυροποιήσει τα επιστημονικά, θεολογικά και εκπαιδευτικά θεμέλιά της, να διευρύνει το πεδίο μελέτης στο οποίο εργάζεται και τον ορίζοντα της μαθησιακής διερεύνησης που υλοποιεί. Το ΜτΘ μπορεί να ανασυγκροτηθεί και να απευθύνεται σε όλους τους μαθητές του ελληνικού σχολείου που ελευθέρα θα το παρακολουθούν, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική ή μη δέσμευσή τους; Είναι βέβαιο ότι οι διδάσκοντες εκπαιδευτικοί το ΜτΘ, δάσκαλοι στην πρωτοβάθμια και θεολόγοι στη δευτεροβάθμια, έχουν πλέον την ετοιμότητα να αναγνωρίσουν ότι το ώριμο αυτό αίτημα κατά κανένα τρόπο δεν αντιφάσκει προς την Ορθόδοξη Χριστιανική θεώρηση για την πίστη και την εκπαίδευση.
Όλοι όσοι εργαστήκαμε δημιουργικά και εμπνευσμένα στη διαμόρφωση των Νέων Προγραμμάτων Σπουδών τα τελευταία είκοσι έτη –άλλοτε υπό την μέγγενη της μείωσης των ωρών, άλλοτε υπό τον κίνδυνο απώλειας του υποχρεωτικού χαρακτήρα του ΜτΘ, άλλοτε υπό την πίεση των ανεξάρτητων αρχών, ακριβώς εξαιτίας του όποιου κατηχητικού ή μονοφωνικού χαρακτήρα του– διαπιστώσαμε με έκπληξη, εν τέλει, ότι με την προστασία και νομική κάλυψη του ΣτΕ το μάθημα των Θρησκευτικών καθίσταται de facto προαιρετικό για όλους, ό,τι ακριβώς φοβόμασταν και επιχειρήσαμε με τα Νέα Προγράμματα να αποφύγουμε. Πλέον το ΜτΘ αντί να φέρνει σε διάλογο, συνύπαρξη και καταλλαγή με τη θρησκευτική ετερότητα, αποβαίνει θεμελιώδης λόγος θρησκευτικού και πολιτισμικού διαχωρισμού, θρησκευτικών αντιθέσεων και παράλληλων μονολόγων. Γιατί συνέβησαν όλα αυτά; Πώς φτάσαμε ως εδώ; Τι συμβαίνει στο επίπεδο του κοινωνικού σώματος, του λεγόμενου δημόσιου χώρου και του ευρύτερου πολιτισμού μας, ώστε ένα επιστημονικό και παιδαγωγικό ζήτημα να οδηγηθεί στο ΣτΕ για να διερευνηθεί δικαστικά η συνταγματικότητά του; Τι σημαίνει ότι μία απόφαση του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου μπορεί να παρεμβαίνει σε ζητήματα επιστημονικά, θεολογικά, παιδαγωγικά, έστω και αν επιχειρηματολογεί τυπικά για να προστατεύσει τη θρησκευτική μας ταυτότητα, ενδοστρέφεια και αυτάρκεια με κίνδυνο να την εργαλειοποιεί ιδεολογικά και μάλιστα σε μια κοινωνία που ραγδαία εκκοσμικεύεται;
Η απόφαση του ΣτΕ χρειάζεται να συζητηθεί οπωσδήποτε πιο πέρα από την υποτιθέμενη νομική θεώρησή της, γιατί σε αυτήν υπολανθάνει και ένα πλήθος άλλων ζητημάτων που δεν ανήκουν στο πεδίο της νομοθεσίας, αλλά αποτελούν αντικείμενο ευρύτερου διεπιστημονικού διαλόγου της θεολογίας, της παιδαγωγικής και των άλλων ανθρωπιστικών, νομικών και κοινωνικών επιστημών που σχετίζονται με την εκπαιδευτική θεωρία και πράξη και ευρύτερα με τις υπάρχουσες συνθήκες στην καθημερινή ζωή και στον σχολικό πολιτισμό μας. Έχοντας υποκαταστήσει τον επιστημονικό ρόλο των Θεολογικών Σχολών, τη θέση της Εκκλησίας, καθώς και των θεσμοθετημένων γνωμοδοτικών επιστημονικών και εκπαιδευτικών οργάνων του Υπουργείου Παιδείας, η εν λόγω απόφαση μάλλον επέλεξε να καθορίσει και να ελέγξει δικαστικά το ίδιο το περιεχόμενο της θρησκευτικής εκπαίδευσης στο δημόσιο σχολείο, αποδεχόμενη πλήρως τις αιτιάσεις και τις κατηγορίες μιας συντηρητικής ομάδας θεολόγων και ενός μητροπολίτη, δεσμεύοντας, όμως, την ασκούμενη εκπαιδευτική πολιτική, αλλά και αυτό καθαυτό το δημόσιο σχολείο και την εν γένει εκπαιδευτική πολιτική.
Οι συνέπειες μιας τέτοιας προστατευτικής δικαστικής παρέμβασης μπορεί να αποβούν μοιραίες όχι μόνο γιατί υπονομεύουν ουσιαστικά το ίδιο το ΜτΘ, αλλά σταδιακά μπορεί να οδηγήσουν σε επιστημονική συρρίκνωση και σε ομολογιακή εσωστρέφεια τις ίδιες τις θεολογικές σπουδές στη χώρα μας. Σε μια εποχή ομολογιακού και θρησκευτικού αναθεωρητισμού, ευρύτερων γεωεκκλησιολογικών, ιδεολογικών και φονταμενταλιστικών τάσεων, η ελληνική ορθόδοξη θεολογία οφείλει διαρκώς να αφουγκράζεται, να διαλέγεται και να προσλαμβάνει εμπνευσμένα και κριτικά τα σύγχρονα ρεύματα του πολιτισμού. Σήμερα, όσο ποτέ ίσως άλλοτε, προβάλλει η ευθύνη της χριστιανικής θεολογίας να διαλεχθεί δημιουργικά με τον πολύπτυχο και πολυθρησκευτικό κόσμο μας. Θα πρέπει, ασφαλώς, να συνειδητοποιήσουμε ότι η πολυπολιτισμική κοινωνία αποτελεί ήδη το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο για όλες σχεδόν τις χριστιανικές Εκκλησίες και θεολογικές παραδόσεις. Η Ορθόδοξη Θεολογία μπορεί να συνεργαστεί γόνιμα και διεπιστημονικά και να προσανατολίσει προς μια εκπαιδευτική αντίληψη που θα σέβεται τη διαφορά και τη θρησκευτική ετερότητα. Συνάμα, μπορεί να κατανοήσει και αυτή ότι η αλήθεια δεν αποδεικνύει τον εαυτό της θριαμβολογώντας. Εν τέλει, η απομόνωση και ο περιορισμός του ΜτΘ σε ένα είδος στενής ομολογιακής ταυτότητας, η οποία δεν διαλέγεται κριτικά με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό, μπορεί να περιθωριοποιήσει την παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Ορθόδοξης Θεολογίας στον δημόσιο χώρο, στην εκπαίδευση, στην κοινωνία, στις επιστήμες, στον πολιτισμό, στον κόσμο ολόκληρο. Ωστόσο, σε μία δημοκρατική και πλουραλιστική κοινωνία, σε ένα σύγχρονο σχολείο ανοικτών οριζόντων, σε μία διαλεγόμενη με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό θεολογία δεν υπάρχουν αδιέξοδα παρά μόνο γόνιμες και δημιουργικές προκλήσεις για την υπέρβασή τους.

* Βλ. τη μελέτη μας με τίτλο «Παλινωδίες και αδιέξοδα στη θρησκευτική εκπαίδευση. Επισημάνσεις και σχόλια στις Αποφάσεις του ΣτΕ 1749-1752/2019 για τα Προγράμματα Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου», η οποία δημοσιεύθηκε αρχικά στο περιοδικό Νομοκανονικά 1/2020, σσ. 69-112 και κατόπιν συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο μας Θεολογία και πολιτισμός, Δοκίμια για τη σχέση θεολογίας, πολιτισμού και εκπαίδευσης σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2021, σσ. 393-439.
[1] Ο Ν.1566 προβλέπει μάθημα για Ρωμαιοκαθολικούς ακόμη και για Προτεστάντες, ανάλογα με την πυκνότητα του μαθητικού πληθυσμού. Ν. 1566/85, άρθρο 14,17: «Με την παραπάνω διαδικασία μπορεί να ανατίθεται η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών σε αξιόλογο αριθμό αλλόδοξων μαθητών των σχολείων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σε ιδιώτες που έχουν πτυχίο Θεολογικής σχολής αντίστοιχου δόγματος Α.Ε.Ι. της αλλοδαπής και απολυτήριο ελληνικού λυκείου ή εξατάξιου γυμνασίου». Άρα, η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης αφορά, πέραν της Ορθοδοξίας, και άλλες ιστορικές παρουσίες ετεροδόξων και ετεροθρήσκων στην Ελλάδα.
[2] Το ίδιο το ΣτΕ είχε προτείνει τότε και συγκεκριμένο λεκτικό για την απαλλαγή των μαθητών ως εξής: «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των θρησκευτικών». Βλ. Απόφαση 1749/2019, {16. Το Υπουργείο Παιδείας εξέδωσε κατόπιν την εν λόγω απόφαση για τις απαλλαγές στα Θρησκευτικά, υιοθετώντας ακριβώς το ανωτέρω λεκτικό του ΣτΕ (Εγκύκλιος 61178/ΓΔ4/2021, ΦΕΚ Β΄ 2286/1.6.2021) και πάραυτα η αντιπολίτευση ζήτησε τότε την άμεση απόσυρσή της με βάση τις σχετικές αποφάσεις της ΑΠΔΠΧ και του ΕΔΔΑ.
[3] Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας, το μεγαλύτερο ποσοστό αλλοθρήσκων και αλλοδόξων μαθητών παρακολουθούν κανονικά το κοινό μάθημα των Θρησκευτικών, ενώ το ποσοστό απαλλαγών από το μάθημα είναι εξαιρετικά μικρό. Αυτό οφείλεται, αφενός, στο ενδιαφέρον τους να ενημερωθούν για τον πολιτισμό και τη θρησκεία του τόπου στον οποίο διαβιούν και, αφετέρου, οφείλεται στο ότι το μάθημα παρέχει υπεύθυνα αυτή τη μαθησιακή δυνατότητα. Μάλιστα, με την εφαρμογή των Νέων ΠΣ καταγράφθηκε σημαντική μείωση των απαλλαγών. Είναι εθνικά και κοινωνικά συμφέρον οι αλλόθρησκοι μαθητές να ενημερώνονται υπεύθυνα για τον πολιτισμό και την επικρατούσα θρησκεία του τόπου στον οποίο ζουν, φυσικά, με απόλυτο σεβασμό στη δική τους θρησκευτική ταυτότητα, ενώ είναι παντελώς αδύνατο οι θρησκευτικές κοινότητες των ανά τη χώρα διαβιούντων αλλοδόξων και αλλοθρήσκων να αναλάβουν πλήρως τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του μαθήματος. Αυτό είναι ένα εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα, το οποίο η Ελληνική Πολιτεία οφείλει να διαχειριστεί με τη δέουσα προσοχή.
[4] Βλ. την πρόσφατη ανάρτηση του Βασίλειου Σωτηρόπουλου στο FB ως νομικού εκπροσώπου προσφευγόντων γονέων στο ΣτΕ, 16 Ιουλίου 2022.

Ο Σταύρος Γιαγκάζογλου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Δογματικής στο Τμήμα Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
To εικαστικό αποτελεί λεπτομέρεια του πίνακα “Ο Ιησούς ανάμεσα στους διδασκάλους” που φιλοτεχνήθηκε από τους μαθητές του Ισπανού ζωγράφου Χοσέ ντε Ριμπέρα (1591-1652) και σήμερα φυλάσσεται στο Kunsthistorisches Museum της Βιέννης.
Οι υπότιτλοι του άρθρου έχουν προστεθεί από την επιμελήτρια του ιστολογίου.


Σχόλια