«Παιδίον νέον και θαυμαστόν»

Γράφει ο ΚΩΣΤΑΣ ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ

Η Γέννηση του Ιησού Χριστού είναι απερινόητο μυστήριο ακόμη και για έναν Χριστιανό. Αλλά η βάσανος πολύ μεγαλυτέρα για έναν αγνωστικιστή. Διότι αδυνατεί να ερμηνεύσει πώς ένας άνθρωπος –και όχι κατ’ αυτόν Υιός Θεού– που δίδαξε για ένα ελάχιστο διάστημα –ένα με τρία χρόνια κατά τους Ευαγγελιστές– διαμόρφωσε εδώ και δύο χιλιετίες με τρόπο καθοριστικό τη φυσιογνωμία, τον πολιτισμό, την τέχνη της ανθρωπότητος, όπως τουλάχιστον την εννοεί ο πολίτης της Δύσεως.
«Ή φύσις αλλοιούται ή θεός πάσχει», είπε θαυμάζων ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης, όταν ευρισκόμενος στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου παρακολουθούσε ένα μεσημέρι την ολική έκλειψη του ηλίου. «Η φύση και η κοινωνία αλλοιώθηκαν, διότι Υιός Θεού κατήλθε εις την γη» θα αντιτάξει ίσως ένας Χριστιανός για να χαρακτηρίσει τη μεγαλύτερη ανατροπή στην ιστορία του ανθρώπου.
Δύο ήταν τα στοιχεία που κυριαρχούσαν στην καθ’ ημάς Ανατολή κατά την εποχή της διελεύσεως του Ιησού από τη γη έως τη Σταύρωση και την Ανάστασή του. Η ελληνική γλώσσα και παιδεία, η βαριά κληρονομία της κλασικής αρχαιότητος. Και αφ’ ετέρου η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία – αυτό το θαυμαστό διοικητικό επίτευγμα, το χωνευτήρι εθνών, γλωσσών, πολιτισμών και ιδεών.
Αντί των φιλοσόφων όμως στην επί του Όρους Ομιλία του ο Ιησούς μακάριζε «τους πτωχούς τω πνεύματι». Στο σύστημα των Ρωμαίων δεν αντετάχθη, διότι δεν ήταν κοινωνικός επαναστάτης ούτε φυλετικός ηγέτης των Ιουδαίων.
Την υποκρισία του ιουδαϊκού Ιερατείου στηλίτευσε ο Ιησούς, και την εμπορευματοποίηση της θρησκείας, όταν εσάρωσε τις προθήκες των εμπόρων στον Ναό του Σολομώντος. Την επίδειξη ευσέβειας καταδίκαζε. «Συ δε, όταν προσεύχη είσελθε εις το ταμείον σου και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί», κήρυττε ο Ιησούς κατά τον Ευαγγελιστή Ματθαίο.
Όταν μετά την Ανάσταση του Χριστού άρχισε η ανέγερση του εποικοδομήματος από τους οπαδούς του Ιησού τότε αξιοποιήθηκαν και το υπόβαθρο της ελληνικής παιδείας και οι τεχνικές της ρητορείας των κλασικών χρόνων της ελληνικής αρχαιότητος για να διατυπωθούν τα εκκλησιαστικά δόγματα, αλλά και οι αιρέσεις.
Και όταν ήδη κατά τον 1ο μ.Χ., αιώνα ο αριθμός των Χριστιανών αυξήθηκε τόσο πολύ, ώστε κατέστη αδήριτος ανάγκη να μπουν τα πράγματα σε τάξη, ο Επίσκοπος Ρώμης Κλήμης Α΄ προέβαλε ως πρότυπο την οργάνωση του Ρωμαϊκού Στρατού. Άξιο μνείας πως Αποστόλους είχε επιλέξει ο Ιησούς. Δεν δημιούργησε Ιερατείο ούτε παρέδωσε τυπικό λατρείας.
Το εποικοδόμημα υφίσταται ρωγμές – και ο αγνωστικιστής γνωρίζει άριστα ότι πολλά από όσα ανέγειρε ο άνθρωπος κατέρρευσαν στο παρελθόν. Είναι η όμως αέναη προσπάθεια «μιμήσεως Χριστού» κάποιων πιστών που διασώζει το εποικοδόμημα. Από το σημείο, όμως, αυτό εισέρχεται ο άνθρωπος στην περιοχή του μυστηρίου. Ως εκ τούτου λοιπόν, Καλά Χριστούγεννα, απλώς, όπως και εάν τα αντιλαμβάνεται ο καθένας μας.


ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Αξιόλογο κείμενο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη διδασκαλία του μτΘ στην Α΄ Γυμνασίου, και με τα (Νέα) Νέα Προγράμματα Σπουδών.

Σχόλια