Η νοερά προσευχή, μυροδοχείον

Το όνομα του Ιησού, η νοερά προσευχή είναι, λέγουν οι άγιοι Πατέρες, μυροδοχείον. Το ανοίγεις, το γέρνεις και χύνεται το μύρον, πληρούται ευοσμίας ο τόπος. Βοάς το «Κύριε Ιησού Χριστέ» και αναδίδεται η ευωδία του Αγίου Πνεύματος, λαμβάνεις «αρραβώνα θείου Πνεύματος». Διότι «το Άγιον Πνεύμα συμπάσχον ημίν επιφοιτά» και «προτρέπεται εις έρωτα πνευματικής προσευχής»[1]. Μάλιστα, προσεύχεται και αυτό, αντί δι’ ημάς που ξεχνούμεθα, και αναλαμβάνει τα υστερήματά μας, τας ακαθαρσίας ημών, την πτωχείαν της υπάρξεώς μας. Διότι είμεθα έκαστος ναός Θεού και, όταν προσευχόμεθα, γινόμεθα ιερουργοί μεγάλου μυστηρίου. Δι’ αυτό λέγει πολύ – πολύ όμορφα ένας Πατήρ της Εκκλησίας· «Πάρε ένα θυμιατό να θυμιάσης, διότι ο Χριστός είναι εδώ εις την καρδίαν σου, από την οποίαν ανατέλλει το “Κύριε Ιησού Χριστέ”». Και πάλιν αλλαχού λέγει· «Όταν ακούωμεν θυμιατό να κτυπάη, ας ενθυμούμεθα ότι ο ναός είμεθα ημείς και ας νοιώθωμεν νοερώς ότι θυμιάζομεν τον Χριστόν, που είναι μέσα εις ημάς, και έτσι να προσκηνώμεν ταύτην την σκηνή του Αγίου Πνεύματος[2].
                                                                                               
+Αρχ. ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΟΥ. (2017). Περί Θεού λόγος αισθήσεως. Οκτώ κείμενα πνευματικής αγωγής. Αθήνα: Ίνδικτος, σ. 73.  



[1] ΝEIΛΟΥ ΑΣΚΗΤΟΥ, Λόγος περί προσευχής 63, Φιλοκαλία, τ. Α΄, σ. 182· PG 79, 1180C.
[2] Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Εις τον βίον Μωυσέως, Jaeger, τ. VII, I, σ. 94, στίχ. 17-19.

Σχόλια