Συνάντηση προσωπικής αγωνίας

ΠΡΑΞΗ 1η

Σήμερα, σ’ ένα από τα διαλείμματα του επταώρου, με πλησίασε ένα μαθητούδι της Α΄ Λυκείου και με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια μου έκανε το εξής ερώτημα: «γιατί να πιστεύω στο Θεό, αφού ούτε το όνομά του ξέρω ούτε ποτέ έχω δει το πρόσωπό του;» Ομολογώ πως για λίγα δευτερόλεπτα, πράγματι, τα ‘χασα. Στη σύντομη συζήτηση που είχαμε, μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι, του απάντησα πως δεν είναι διδακτή η πίστη ή η απιστία σου στο Θεό. Για κάποια στιγμή διαπίστωσα να με κοιτάζει με απορία στα μάτια, προφανώς για την απάντηση που του έδωσα. Και για να απαλύνω την αγωνία του, συνέχισα να του λέω πως είναι σημαντικό να ρωτάς, να απορείς και να ψάχνεις για την ύπαρξη του Θεού, φτάνει οι απαντήσεις που θα παίρνεις και τα διαβάσματά σου για αυτό το θέμα να είναι ακριβοδίκαιοι οδοδείκτες, που θα σε οδηγούν στην αναζήτηση του Θεού. Χτυπώντας το κουδούνι, από ένα φάκελο που κρατούσα έβγαλα μια φωτοτυπία που, για τις ανάγκες ενός μαθήματος στη Β΄ Λυκείου, είχε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Αλέξανδρου Κατσιάρα και της Μάρως Βαμβουνάκη: Όταν ο Θεός πεθαίνει. Για ακόμη μια φορά διέκρινα την απορία στα μάτια του, η οποία αφορούσε τον τίτλο του βιβλίου. Μου είπε πως θα διαβάσει το απόσπασμα και πολύ θα ήθελε να το συζητήσουμε στην τάξη όταν θα έχουμε τη δεύτερη συνάντηση στο μάθημα των Θρησκευτικών. Του υποσχέθηκα πως θα γίνει η επιθυμία του. Αγωνιώ και αναμένω. Στη σχολική τάξη, λοιπόν, την Δευτέρα, τρίτη και τέταρτη ώρα…       

ΠΡΑΞΗ 2η

Μ: Αλήθεια, μιας και μιλάμε για Θεό, ας ξεκινήσουμε από το εξής: ποια να είναι η ετυμολογία της λέξης Θεός;
Α: Η λέξη Θεός γενικά σημαίνει «κάτι», ένα ον, προσωπικό ή απρόσωπο, που δεν έχει αρχή και τέλος και του αποδίδεται η δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου. Ο Πλάτωνας στον Κρατύλο (στ. 397c) παράγει το ουσιαστικό «θεός» από το ρήμα «θέω», που σημαίνει τρέχω. Ίσως αυτή η ετυμολογική προέλευση να είχε να κάνει με το ότι τα θεοποιημένα ουράνια σώματα, όπως ο ήλιος, το φεγγάρι, κινούνται στο διάστημα. Στα σανσκριτικά[1] προέρχεται από τη ρίζα div, που σημαίνει λάμπω. Τα ουράνια σώματα δεν κινούνται μόνο, αλλά και λάμπουν.
Μ: Κυκλοφορούν τόσες διαφορετικές απόψεις για τον Θεό, ακόμα και για την Εκκλησία, που δεν ξέρεις ποια να πρωτοπιστέψεις.
Α: Μα η ζωή δεν κυκλοφορεί. «Δεν περνά από τους κεντρικούς δρόμους». Οι ερωτευμένοι πάνε από σοκάκια. Στην ψευδαίσθηση της ζωής ξεφυτρώνουν οι λεωφόροι στις οποίες παρελαύνουν οι απόψεις για τη ζωή. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την έκπτωση[2] της Εκκλησίας: όταν παύει να είναι προσωπική ζωή, γίνεται ζωή επιφανειακή και ρηχή, που παρελαύνει και περιφέρεται, και που εκτίθεται στις  βιτρίνες και αγοράζεται σε τιμή ευκαιρίας. Τότε πληθαίνουν οι διαφορετικές απόψεις. Η κάθε άποψη μάλιστα διεκδικεί το προνόμιο να εκφράζει την Εκκλησία. Σαν να έχουμε ένα δάσος από πολλά δένδρα - είδη Εκκλησιών που το καθένα διεκδικεί να είναι το δάσος. Έτσι λοιπόν, άλλος εννοεί Εκκλησία «αυτό», άλλος «εκείνο» και άλλος «το τρίτο», και ούτω καθεξής. Η ερώτηση του Χριστού προς τους μαθητές, «Τι λένε οι άνθρωποι ότι είμαι;», φανερώνει τη μεγάλη σύγχυση γύρω από την ταυτότητά του που υπήρχε και στην εποχή του, και η οποία σύγχυση θα γυροφέρνει ζητώντας να προσβάλει και την ταυτότητα της Εκκλησίας του μέχρι τη συντέλεια των αιώνων. Θα ήθελα από την αρχή της συνομιλίας μας να σου πω ότι: «Έτσι είναι επειδή έτσι νομίζετε». Ο Ιούδας π.χ., ίσως ήθελε τον Χριστό ως εθνικό απελευθερωτή και δεν έκανε χώρο να πιστέψει αυτό που ήταν εν τέλει ο Χριστός. Η παρουσία όμως του Χριστού στο κρίσιμο σημείο θα αποκαλύψει την απόσταση ανάμεσα σε αυτό που νόμιζε ο Ιούδας και σε αυτό που ο Χριστός ήταν, με το να μην ικανοποιήσει την προσδοκία του. Οπότε κάτι επαληθεύεται ή όχι στις σχέσεις μας. Εμείς οι δύο, λόγω της σχέσης μας αναζητάμε «το Δέον ή το Όν»[3] και όχι λόγω μιας διανοητικής[4] αποκλειστικά αγωνίας. Άλλωστε κάτι που λογικά το ξέρω δεν σημαίνει ότι το βιώνω και το ζω.

Αλέξανδρος Κατσιάρας - Μάρω Βαμβουνάκη. (2008). Όταν ο Θεός πεθαίνει. Μια συζήτηση. Αθήνα: Αρμός, σσ. 34-35.



[1] Η κλασική (αρχαία) γλώσσα του Ινδουισμού, του Βουδδισμού και του Τζαϊνισμού.
[2] Παρακμή.
[3] Δέον: το πρέπον, το σωστό. Ον: αυτό που υπάρχει.
[4] Που έχει σχέση με τη νόηση, με το νου.

Σχόλια